- επαναστρέψιμος
- ος , ον возвратный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαναστρέψιμος — η, ο (Α ἐπαναστρέψιμος, ον) [επαναστρέφω] 1. αυτός που μπορεί να επαναστραφεί 2. (λογ.) «επαναστρέψιμη πρόταση» η πρόταση στην οποία το κατηγορούμενο έχει το ίδιο πλάτος με το υποκείμενο … Dictionary of Greek