επαναστρέψιμος

επαναστρέψιμος
ος , ον возвратный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επαναστρέψιμος" в других словарях:

  • επαναστρέψιμος — η, ο (Α ἐπαναστρέψιμος, ον) [επαναστρέφω] 1. αυτός που μπορεί να επαναστραφεί 2. (λογ.) «επαναστρέψιμη πρόταση» η πρόταση στην οποία το κατηγορούμενο έχει το ίδιο πλάτος με το υποκείμενο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»